γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
v. ἁλίσκομαι.
ἁλῶναι: Επικ. ἁλώμεναι, απαρ. αορ. βʹ του ἁλίσκομαι.
ἁλῶναι: inf. aor. к ἁλίσκομαι.