ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
inf. ao.2 de ἅλλομαι.
ἁλέσθαι: inf. aor. к ἅλλομαι.