ἀναπίτνημι

From LSJ
Revision as of 16:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπίτνημι Medium diacritics: ἀναπίτνημι Low diacritics: αναπίτνημι Capitals: ΑΝΑΠΙΤΝΗΜΙ
Transliteration A: anapítnēmi Transliteration B: anapitnēmi Transliteration C: anapitnimi Beta Code: a)napi/tnhmi

English (LSJ)

poet. for ἀναπετάννυμι, inf.

   A -πιτνάμεν Pi.O.6.27.

German (Pape)

[Seite 202] p. = ἀναπετάννυμι, Pind. Ol. 6, 27; Nic. Al. 435; – aber ἀλώπηξ ἀναπιτναμένα Pind. I. 3, 65, der sich zurückbiegt, = ἀναπίπτουσα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπίτνημι: ποιητ. ἀντὶ ἀναπετάννυμι, Πινδ. Ο. 6. 45.

Spanish (DGE)

1 abrir de par en par πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς Pi.O.6.27
en v. med. abrirse de par en par θύραι Pi.N.9.2.
2 en v. med. echarse de espaldas ἀλώπηξ αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει Pi.I.3.65.

Greek Monolingual

ἀναπίτνημι (Α)
ποιητικός τύπος του αναπετάννυμι.

Greek Monotonic

ἀναπίτνημι: ποιητ. αντί ἀνα-πετάννυμι, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπίτνημι: Pind. (inf. ἀναπιτνάμεν) = ἀναπετάννυμι.