ἀρείφατος

From LSJ
Revision as of 17:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀρείφᾰτος: Ἐπ. ἀρηΐφατος, ον, (*φένω, πέφαται) ὁ ὑπὸ τοῦ Ἄρεως φονευθείς, ὅ ἐ. φονευθεὶς ἐν πολέμῳ, Ἰλ. Τ. 31, κτλ.· φόνοι ἀρ. Εὐρ. Ἱκ. 603. 2) βραδύτερον μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. τοῦ ἄρειος, πολεμικός, ἀρειφάτων… ἀγώνων, άρείφατον λῆμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 913, Ἀποσπ. 146· κόποι Ρῆσ. 124.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tué par Arès, càd dans le combat;
2 qui tue dans le combat, càd belliqueux, vaillant.
Étymologie: Ἄρης, R. Φα tuer ; cf. πεφνεῖν.

Spanish (DGE)

(ἀρείφᾰτος) -ον

• Alolema(s): ép.-jón. ἀρηΐφᾰτος Il.19.31, 24.415, Od.11.41, Heraclit.B 136, cf. 24, AP 7.741.6 (Crin.), Orph.A.514, Sch.D.T.234.15

• Prosodia: [ᾰρ-]
1 matado por Ares, muerto en el combate φῶτες Il.ll.cc., ἄνδρες Od.l.c., ψυχαί Heraclit.B 136, cf. 24, φόνοι ἀ. muertes causadas por la guerra E.Supp.603, νέκυες AP l.c.
2 que mata en el combate, marcial, valiente, belicoso ἀγῶνες A.Eu.913, λῆμα A.Fr.147, κόποι E.Rh.124, ἀνέρες Orph.l.c., ἄνδρες Sch.D.T.l.c., cf. A.Fr.146b.

Russian (Dvoretsky)

ἀρείφᾰτος: эп. ἀρηΐφᾰτος 2
1) павший на войне Hom.;
2) воинственный, бранный Aesch., Eur.