ἄσκεπος

From LSJ
Revision as of 17:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

German (Pape)

[Seite 371] (σκέπη), dasselbe, Luc. Philop. 21.

Spanish (DGE)

-ον
1 desprotegido, indefenso de la ciu. de Esparta ἤριπε ... ἄ. Amyntas SHell.44.5.
2 con la cabeza descubierta, destocado ἕτερος ... τριβώνιον ἔχων πολύσαθρον ἀνυπόδετός τε καὶ ἄ. Luc.Philopatr.21.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσκεπος, -ον)
1. ο ακάλυπτος
2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του
αρχ.
ο απροστάτευτος.

Russian (Dvoretsky)

ἄσκεπος: Luc. = ἀσκεπής.