γιγαντολέτωρ

Revision as of 18:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Greek Monolingual

γιγαντολέτωρ, ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και γιγαντολέτης, ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α)
ο εξολοθρευτής τών Γιγάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γιγαντολέτωρ < γίγας(-αντος) + -ολέτωρ < ολετήρ < όλλυμι «καταστρέφω» και ο τ. γιγαντολέτης < γίγας (-αντος) + -ολέτης < ολέτης < όλλυμι].

Russian (Dvoretsky)

γῐγαντολέτωρ: ορος ὁ Luc. = γιγαντολέτης.