γρυμαιοπώλης
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
German (Pape)
[Seite 507] ὁ, = γρυτοπώλης, Luc. Lex. 3.
French (Bailly abrégé)
v. γρυμεοπώλης.
Russian (Dvoretsky)
γρῠμαιοπώλης: ου ὁ = γρυμεοπώλης.