διακυβερνάω
English (LSJ)
A steer through, pilot, τὸ θνητὸν ζῷον, τἀνθρώπινα, Pl. Ti.42e, Lg.709b; τὸν κόσμον Plu.2.1026f; τὸν πότον ib.712b; ἐμαυτήν τε καὶ τὸ παιδίον σοῦ PLond.1.42.16 (ii B.C.); of a physician, Arist.Pr.859a18:—Pass., Iamb.Myst.8.3.
German (Pape)
[Seite 585] durchsteuern, regieren; πολιτείαν Plat. Polit. 301 d; Phil. 28 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακῠβερνάω: κυβερνῶ διὰ μέσου, διευθύνω, τὰ θνητά, τἀνθρώπινα Πλάτ. Τιμ. 42Ε, Νόμ. 709Β· ἐπὶ ἰατροῦ, Ἀριστ. Προβλ. 1.3· - διακυβέρνησις καὶ διακυβερνητικός, μεταγεν.
Spanish (DGE)
dirigir, gobernar con poder absoluto c. suj. de divinidades, fuerzas cósmicas o abstr. τὸ θνητὸν διακυβερνᾶν ζῷον por parte de ciertos dioses, Pl.Ti.42e, καὶ μετὰ θεοῦ τύχη καὶ καιρός, τἀνθρώπινα διακυβερνῶσι σύμπαντα Pl.Lg.709b, (τὰ σύμπαντα) νοῦς Pl.Phlb.28d, θεὲ τὴν πᾶσαν διακυβερνῶν ... κτίσιν LXX 3Ma.6.2, τήν γε Νομᾶ βασιλείαν ... εὐτυχία Plu.2.321b, (Ἔρωτες) τὸ θνητὸν ἅπαν διακυβερνῶντες Philostr.Im.1.6, ὁ δὲ ἄγγελος ... αὐτούς Herm.Sim.8.3.3, en v. pas. νόμοις (Θεοῦ) ... τὸν σύμπαντα διακυβερνᾶσθαι Eus.PE 7.10.2, cf. Iambl.Myst.3.6, 8.3
•en v. med. mismo sent. διεκυβερνᾶτο παρ' ἡμῶν τὰς ὁρμάς dicho de la filosofía, Gr.Thaum.Pan.Or.9.13
•del único gobernante διακυβερνῶντα ... πολιτείαν Pl.Plt.301d, τὸν πόλεμον Plu.Pyrrh.16
•de una mujer ἐκ τοῦ το<ιο>ύτου καιροῦ ἐμαυτὴν ... διακεκυβερνηκυῖα habiendo pilotado con firmeza mi vida hasta superar circunstancias tan difíciles, UPZ 59.16 (II a.C.)
•controlar abs. διὸ δεῖ ἐν ταῖς μεταβολαῖς μάλιστα διακυβερνᾶν por lo que en momentos de cambio (de clima) se debe tener el máximo control Arist.Pr.859a18
•presidir οἴνου χωρὶς ... διακυβερνῆσαι τὸν πότον presidir el banquete ... sin vino Plu.2.712b.
Russian (Dvoretsky)
διακῠβερνάω: досл. быть кормчим, перен. руководить, вести (τὴν πολιτείαν Plat.; ἐν ταῖς μεταβολαῖς Arst.; τὸν πόλεμον Plut.).