ἐγρηγοράω
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
French (Bailly abrégé)
part. prés. épq. ἐγρηγορόων;
être éveillé.
Étymologie: ἐγρήγορα.
Spanish (DGE)
• Morfología: sólo pres. formado sobre ἐγρήγορα, part. c. diéct. ἐγρηγορόων Od.20.6
estar despierto Ὀδυσεὺς ... κεῖτ' ἐγρηγορόων Od.l.c.
Russian (Dvoretsky)
ἐγρηγοράω: (только part. praes. ἐγρηγορόων) бодрствовать, не смыкать глаз Hom.