ἐγρηγορόων

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγρηγορόων Medium diacritics: ἐγρηγορόων Low diacritics: εγρηγορόων Capitals: ΕΓΡΗΓΟΡΟΩΝ
Transliteration A: egrēgoróōn Transliteration B: egrēgoroōn Transliteration C: egrigoroon Beta Code: e)grhgoro/wn

English (LSJ)

Ep. part., watching, awake, Od.20.6.

German (Pape)

[Seite 712] (wie von ἐγρηγοράω, aus ἐγρήγορα abgeleitet), wachend, Od. 20, 6.

French (Bailly abrégé)

v. ἐγρηγοράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγρηγορόων: Ἐπ. μετοχ. ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. ἐγρηγοράω (ἴδε ἐγείρω), ἀγρυπνῶν, ἄγρυπνος, Ὀδ. Υ. 6.

English (Autenrieth)

as if from ἐγρηγοράω: remaining awake, Il. 10.182†.

Greek Monotonic

ἐγρηγορόων: Επικ. μτχ., όπως αν προερχόταν από ενεστ. ἐγρηγοράω (= ἐγείρομαι), άγρυπνος, σε εγρήγορση, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[epic part., as if from a pres. ἐγρηγοράω = ἐγείρομαι]
watching, waking, Od.