ἐμπαθῶς
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
French (Bailly abrégé)
adv.
avec passion ou émotion;
Cp. ἐμπαθέστερον, Sp. ἐμπαθέστατα.
Étymologie: ἐμπαθής.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπᾰθῶς: страстно, взволнованно (λαβόμενος τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ καὶ πιέσας ἐ. Polyb.; ἐ. καὶ μετὰ πολλῶν δακρύων Plut.): ἐ. προσκεῖσθαί τινι Plut. быть страстно преданным чему-л.