ἐμπολόωντο
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Full diacritics: ἐμπολόωντο | Medium diacritics: ἐμπολόωντο | Low diacritics: εμπολόωντο | Capitals: ΕΜΠΟΛΟΩΝΤΟ |
Transliteration A: empolóōnto | Transliteration B: empoloōnto | Transliteration C: empoloonto | Beta Code: e)mpolo/wnto |
A v. ἐμπολάω 1.1.
ἐμπολόωντο: ἴδε ἐμπολάω 2.
3ᵉ pl. épq. impf. Moy. de ἐμπολάω.
ἐμπολόωντο: Επικ. αντί -ῶντο, γʹ πληθ. Μέσ. ενεστ. του ἐμπολάω.
ἐμπολόωντο: эп. 3 л. pl. impf. med. к ἐμπολάω.