Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπανθρακίδες

From LSJ
Revision as of 20:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανθρᾰκίδες Medium diacritics: ἐπανθρακίδες Low diacritics: επανθρακίδες Capitals: ΕΠΑΝΘΡΑΚΙΔΕΣ
Transliteration A: epanthrakídes Transliteration B: epanthrakides Transliteration C: epanthrakides Beta Code: e)panqraki/des

English (LSJ)

ων, αἱ, (ἀνθρακίς)

   A small fish for frying, small fry, Ar.Ach.670, V.1127.

German (Pape)

[Seite 902] αἱ, kleine Fische, die auf Kohlen geröstet wurden, Ar. Ach. 670 Vesp. 1127; – im singul. auch eine Art Brod, Ath. III, 110 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ, (ἀνθρακὶς) «τὰ ἐπ᾿ ἀνθράκων ὀπτώμενα ἰχθύδια» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 670, Σφ. 1127 πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 55.

French (Bailly abrégé)

ίδων (αἱ) :
petits poissons à faire frire, friture.
Étymologie: ἐπί, ἄνθραξ.

Greek Monolingual

ἐπανθρακίδες, αι (Α)
τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ' ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ-ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»].

Greek Monotonic

ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ (ἀνθρακίς), μικρό ψάρι για ψήσιμο ή τηγάνισμα, μαρίδα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανθρᾰκίδες: ων αἱ мелкая рыбешка (для жарения) Arph.