ἐπιδιαρρήγνυμαι

Revision as of 20:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

aor. -διερράγην [ᾰ], Pass.,

   A burst at or because of a thing, Ar.Eq.701.

Greek Monolingual

ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α)
σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι έπειτα να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιδιαρρήγνῡμαι: αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., ξεσπώ εναντίον ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιαρρήγνῠμαι: (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.