ἔρεβος

From LSJ
Revision as of 20:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους, épq. -ευς (τό) :
1 obscurité, ténèbres en parl. des enfers ; l’Érèbe, les enfers ; qqf en parl. du fond de la mer ἔρεβος ὕφαλον SOPH l’abîme sous-marin;
2 n. pr. Erébos, fils du Chaos.
Étymologie: cf. ἐρέφω.

Greek Monotonic

ἔρεβος: τό, Αττ. γεν. Ἐρέβους, Ιων. Ἐρέβευς, Επικ. Ἐρέβεσφιν· Έρεβος, τόπος απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔρεβος ὕφαλον, το σκοτάδι της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρεβος: ους и εος τό (эп. gen. ἐρέβευς, ἐρέβεσφιν и ἐρέβευσφιν) мрак, тьма Anth.: ἔ. ὕφαλον Soph. подводная тьма, морская пучина.