πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
ἐστραμμένος: -η, -ον, παθ. μετχ. τοῦ πρκμ. τοῦ στρέφω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 411: ἐπίρρ. -νως, διαφόρως, Θωμ. Μ. ἐν λ. περιβάλλω.
ἐστραμμένος: эп. part. pf. pass. к στρέφω.