εὔλειμος

Revision as of 21:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον, = sq., E.Ba.1084 codd. (prob. ὕλιμος).

German (Pape)

[Seite 1078] = Folgdm, Eur. Bacch. 1084, νάπη.

Greek (Liddell-Scott)

εὔλειμος: -ον, τῷ ἑπομ., Εὐρ. Βάκχ. 1084.

Greek Monolingual

εὔλειμος, -ον (Α)
ευλείμων («σῑγα δ' εὔλειμος νάπη φύλλ' εἶχε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύ-λειμος].

Greek Monotonic

εὔλειμος: -ον, = το επόμ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔλειμος: Eur. = εὐλείμων.