Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
German (Pape)
[Seite 1094] aor. II. zu εὑρίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
εὗρον: ἴδε εὑρίσκω.
French (Bailly abrégé)
v. εὑρίσκω.
Greek Monotonic
εὗρον: αόρ. βʹ του εὑρίσκω· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.
Russian (Dvoretsky)
εὗρον: aor. 2 к εὑρίσκω.