Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Menander, Monostichoi, 541
Greek (Liddell-Scott)
εὕρηκα: πρκμ. τοῦ εὑρίσκω.
French (Bailly abrégé)
pf. de εὑρίσκω.
Greek Monotonic
εὕρηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του εὑρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
εὕρηκα: pf. к εὑρίσκω.