εὕρηκα

From LSJ
Revision as of 21:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek (Liddell-Scott)

εὕρηκα: πρκμ. τοῦ εὑρίσκω.

French (Bailly abrégé)

pf. de εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὕρηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὕρηκα: pf. к εὑρίσκω.