εὐρυχώριον

Revision as of 21:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1096] τό, = Vorigem, im plur. Plat. Legg. VII, 804 c, wo Ast εὐρυχωρίαι lesen will.

Greek Monolingual

εὐρυχώριον, το (Α) ευρύχωρος
τόπος ευρύς, διαρρυθμισμένος για εκτέλεση σωματικών ασκήσεων.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠχώριον: τό площадка, площадь Plat.