εὐρυχώριον
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
German (Pape)
[Seite 1096] τό, = Vorigem, im plur. Plat. Legg. VII, 804 c, wo Ast εὐρυχωρίαι lesen will.
Greek Monolingual
εὐρυχώριον, το (Α) ευρύχωρος
τόπος ευρύς, διαρρυθμισμένος για εκτέλεση σωματικών ασκήσεων.