πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
2ᵉ sg. ao. Moy. de αἴρω.
ἤρω: βʹ ενικ. παρατ. του ἀράομαι.
ἤρω: 2 л. sing. aor. med. к αἴρω.