ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
Source
French (Bailly abrégé)
c. θέρω.
English (Autenrieth)
see θέρω.
Greek Monotonic
θερέω: Επικ. αντί θερῶ, υποτ. Παθ. αορ. βʹ του θέρω.
Russian (Dvoretsky)
θερέω: эп. aor. 2 conjct. к θέρω (см. θέρομαι).