μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
inf. ao.2 Moy. de τίθημι.
θέσθαι: απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του τίθημι.
θέσθαι: inf. aor. 2 med. к τίθημι.