θέσθαι

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 Moy. de τίθημι.

Greek Monotonic

θέσθαι: απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θέσθαι: inf. aor. 2 med. к τίθημι.