στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
οῦσα, όν :part. ao.2 de *εἴδω.
ἰδών: -οῦσα, -όν, μτχ. του εἶδον.
ἰδών: ἰδοῦσα, ἰδόν part. к *εἴδω.