κατακλῄω

From LSJ
Revision as of 22:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1353] s. κατακλείω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλῄω: ἴδε ἐν λ. κατακλείω.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. κατεκλῄσθην;
att. c. κατακλείω.

Greek Monolingual

κατακλῄω (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατακλείω.

Russian (Dvoretsky)

κατακλῄω: атт. = κατακλείω.