κηδεμονικῶς
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
French (Bailly abrégé)
adv.
avec sollicitude.
Étymologie: κηδεμονικός.
Russian (Dvoretsky)
κηδεμονικῶς: заботливо (ἔχειν πρός τινα Polyb.; πεποιηκέναι τι Luc.).