κλαύσομαι
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek (Liddell-Scott)
κλαύσομαι: μέλλ. τοῦ κλαίω, Δωρ. κλαυσοῦμαι.
French (Bailly abrégé)
v. κλαίω.
Greek Monotonic
κλαύσομαι: Δωρ. κλαυσοῦμαι, μέλ. του κλαίω.
Russian (Dvoretsky)
κλαύσομαι: fut. к κλαίω.