κυνόβρωτος
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
English (LSJ)
ον,
A devoured by dogs, Neanth.25 J., Phld.Mort.33, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.115.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόβρωτος: -ον, καταβρωθεὶς ὑπὸ κυνῶν, Διογ. Λ. 9. 4.
Greek Monolingual
κυνόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που φαγώθηκε από τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βρωτός (< βι-βρώσκω), πρβλ. θηριό-βρωτος, ιχθυό-βρωτος].
Russian (Dvoretsky)
κῠνόβρωτος: съеденный собаками Diog. L.