κυρεία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, contr. from κυριεία (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1535] ἡ, die Herrschaft, Gewalt, Sp., οἴνου Ath. X, 440 f.
Greek (Liddell-Scott)
κῡρεία: ἡ, ἴδε ἐν λ. κυρία.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
κῡρεία: ἡ Polyb. = κυρία 3.