Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
λάβω: λᾰβών, ἴδε ἐν λέξ. λαμβάνω.
sbj. ao.2 de λαμβάνω.
λάβω: υποτ. αορ. βʹ του λαμβάνω· μτχ. λαβών.
λάβω: conjct. к λαμβάνω.