σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
sbj. ao.2 de λαμβάνω.
λάβω: conjct. к λαμβάνω.
λάβω: λᾰβών, ἴδε ἐν λέξ. λαμβάνω.
λάβω: υποτ. αορ. βʹ του λαμβάνω· μτχ. λαβών.