σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)
sbj. ao.2 de λαμβάνω.
λάβω: conjct. к λαμβάνω.
λάβω: λᾰβών, ἴδε ἐν λέξ. λαμβάνω.
λάβω: υποτ. αορ. βʹ του λαμβάνω· μτχ. λαβών.