λάβω

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

French (Bailly abrégé)

sbj. ao.2 de λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λάβω: conjct. к λαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

λάβω: λᾰβών, ἴδε ἐν λέξ. λαμβάνω.

Greek Monotonic

λάβω: υποτ. αορ. βʹ του λαμβάνω· μτχ. λαβών.