Λέσβιος

From LSJ
Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Lesbos, Lesbien.
Étymologie: Λέσβος.

English (Slater)

Λέσβιος
   1 of Lesbos Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1.

Greek Monotonic

Λέσβιος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λέσβο, σε Ηρόδ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Λέσβιος: II ὁ лесбосец, житель или уроженец Лесбоса Her., Thuc. etc.
лесбосский (οἰκοδομή Arst.).