ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
λυδοπαθής, -ές (Α)
ηδυπαθής σαν Λυδός, επιρρεπής στα σαρκικά πάθη, φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + -παθής (< πάθος)].
λῡδοπᾰθής: по-лидийски изнеженный, преданный наслаждениям Anacr.