Μεγάβυζος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
Μεγάβυζος και Μεγάβυξος, ὁ (Α)
1. περσικό κύριο όνομα («τοῡ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», Ηρόδ.)
2. τίτλος στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε τίτλος στρατηγών και ιερέων (Bagabukhša «ο από θεού ελευθερωθείς»)].
Russian (Dvoretsky)
Μεγάβυζος: ὁ Мегабиз
1) персидский наместник в Аравии Xen.;
2) неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.