Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαιευτική

From LSJ
Revision as of 23:46, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446

Greek Monolingual

η (Α μαιευτική)
1. η τέχνη της μαίας, η μαμμική
2. η διαλεκτική μέθοδος του Σωκράτους με την οποία αυτός ανάγκαζε τους συνομιλητές του με κατάλληλες ερωτήσεις να φθάσουν στην αλήθεια
νεοελλ.
κλάδος της ιατρικής, μέρος της γυναικολογίας, που πραγματεύεται τα σχετικά με την κύηση, τον τοκετό και τη λοχεία των γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μαιευτικός.

Russian (Dvoretsky)

μαιευτική: ἡ (sc. τέχνη)
1) повивальное искусство Plat.;
2) перен. мэевтика, т. е. метод раскрытия понятий путем последовательных вопросов, через «испытание» (ἐξέτασις) Plat.