Μασσαλιήτης
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
originaire ou habitant de Massalia.
Étymologie: Μασσαλία.
Russian (Dvoretsky)
Μασσαλιήτης: ου ὁ Plut. = Μασσαλιώτης.