Μασσαλιήτης

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
originaire ou habitant de Massalia.
Étymologie: Μασσαλία.

Russian (Dvoretsky)

Μασσαλιήτης: ου ὁ Plut. = Μασσαλιώτης.