μαπέειν

From LSJ
Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαπέειν: Ἐπικ. ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ μάρπτω, ἱέμεναι μαπέειν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 231.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de μάρπτω.
Étymologie: DELG croisement avec μάψ.

Greek Monotonic

μᾰπέειν: Επικ. απαρ. αόρ. βʹ του μάρπτω.

Russian (Dvoretsky)

μαπέειν: эп. Hes. inf. aor. 2 к μάρπτω.