μεταζεύγνυμι

Revision as of 00:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A unyoke and put to another carriage, ἵππους X.Cyr. 6.3.21.

German (Pape)

[Seite 146] (s. ζεύγνυμι), umspannen, anders spannen, ἴππους, Xen. Cyr. 6, 3, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μεταζεύγνῡμι: λύω ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ καὶ ζευγνύω εἰς ἄλλην ἅμαξαν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 21.

French (Bailly abrégé)

atteler autrement.
Étymologie: μετά, ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

μεταζεύγνυμι (ΑM)
λύνω άλογο από τον ζυγό και το ζεύω σε άλλη άμαξα («ὁμοῡ δὲ τοῡ ἀγῶνος ὄντος οὐδενὶ ἅρματι ἔτι καιρὸς τοὺς ἵππους μεταζευγνύναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ζεύγνυμι «ζεύω»].

Greek Monotonic

μεταζεύγνῡμι: δένω το ζευγάρι (ζώων που οργώνουν) σε άλλη άμαξα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεταζεύγνῡμι: перепрягать (ἵππους Xen.).