μέτα
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
French (Bailly abrégé)
v. μετά Rem. I. et II. in fine.
Greek Monolingual
χημ. εμπορική ονομασία της μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο του οινοπνεύματος.
Russian (Dvoretsky)
μέτα: I = μετά II (анастрофа).
μέτᾰ: II (= μέτεστι) существует, имеется, есть (οὐ γάρ τις μ. τοῖος ἀνὴρ ἐν τοῖσδεσι πᾶσιν Hom.): οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐμῶν μ᾽ εἴργειν μ. Soph. нет у него (права) отрывать меня от родных; οὐδὲν γὰρ ἐμοὶ ἔτι τούτων μ. Her. ибо ничего из этих (сокровищ) у меня больше нет.