μέτα

From LSJ
Revision as of 00:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

French (Bailly abrégé)

v. μετά Rem. I. et II. in fine.

Greek Monolingual

χημ. εμπορική ονομασία της μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο του οινοπνεύματος.

Russian (Dvoretsky)

μέτα: I = μετά II (анастрофа).
μέτᾰ: II (= μέτεστι) существует, имеется, есть (οὐ γάρ τις μ. τοῖος ἀνὴρ ἐν τοῖσδεσι πᾶσιν Hom.): οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐμῶν μ᾽ εἴργειν μ. Soph. нет у него (права) отрывать меня от родных; οὐδὲν γὰρ ἐμοὶ ἔτι τούτων μ. Her. ибо ничего из этих (сокровищ) у меня больше нет.