μολπαστής
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
English (LSJ)
οῦ, Dor. -τάς, ὁ,
A minstrel, dancer, AP6.155 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 200] ὁ, der Sänger, Theodorid. 5 (VI, 155), Tänzer, nach Hesych. Gespiele, συμπαίκτης.
Greek (Liddell-Scott)
μολπαστής: -οῦ, ὁ, ὁ μολπάζων, καθ᾿ Ἡσύχ. «συμπαίκτης», Ἀνθ. Π. 6. 155.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chanteur, danseur.
Étymologie: μολπάζω.
Greek Monolingual
μολπαστής, δωρ. τ. μολπαστάς, ὁ (Α) μολπάζω
1. αοιδός και χορευτής
2. (κατά τον Ησύχ.) «συμπαίκτης».
Greek Monotonic
μολπαστής: -οῦ, ὁ, ραψωδός (μουσικός και τραγουδιστής) ή χορευτής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μολπαστής: дор. μολπαστάς, οῦ ὁ певец или плясун Anth.