τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
Full diacritics: μητίζομαι | Medium diacritics: μητίζομαι | Low diacritics: μητίζομαι | Capitals: ΜΗΤΙΖΟΜΑΙ |
Transliteration A: mētízomai | Transliteration B: mētizomai | Transliteration C: mitizomai | Beta Code: mhti/zomai |
A v. μητίομαι.
μητίζομαι: ἴδε μητίομαι.
μητίζομαι (Α)
(δ. γρφ.) μητίομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μητίομαι.
μητίζομαι: изобретать, создавать (πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων Parmenides ap. Plut.).