οἰκτροχοέω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
φωνήν,
A pour forth a piteous strain, Ar.V.555.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτροχοέω: φωνήν, ἐκπέμπω θλιβερὸν ᾆσμα, Ἀριστοφ. Σφ. 555.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se répandre en lamentations.
Étymologie: οἰκτρός, χοή.
Greek Monotonic
οἰκτροχοέω: μέλ. -ήσω (χέω), εκφέρω θλιβερή ωδή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκτροχοέω: разливаться в жалобах: οἰ. φωνήν Arph. жалобно молить.