κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν → harbour secret counsels
οἰσεῦμες: Δωρ. αντί οἴσομεν, αʹ πληθ. μέλ. του φέρω.
οἰσεῦμες: Theocr. 1 л. pl. fut. к φέρω.