ὀλιγώρημα

Revision as of 00:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of negligence, Arist.VV1251b22.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλιγώρημα: τό, πρᾶξις περιφρονήσεως, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6.

Greek Monolingual

το (Α ὀλιγώρημα) ολιγωρώ
νεοελλ.
αμέλεια που παρατηρείται μόνο μία φορά
αρχ.
πράξη περιφρόνησης.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγώρημα: ατος τό Arst. = ὀλιγωρία.