ὁπλότατος
From LSJ
French (Bailly abrégé)
η, ον :
le plus jeune, litt. le mieux armé par les bras, les mains, à cause de la vigueur de la jeunesse.
Étymologie: ὅπλον.
English (Slater)
ὁπλότατος
1 youngest παίδων ὁπλοτάτου Φυλακίδα (I. 6.6) πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται (I. 8.18)
Russian (Dvoretsky)
ὁπλότατος: наиболее способный носить оружие, наиболее сильный, т. е. самый младший (Νέστορος θυγάτηρ Hom.).