ὀψιαίτερος

From LSJ
Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψιαίτερος Medium diacritics: ὀψιαίτερος Low diacritics: οψιαίτερος Capitals: ΟΨΙΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: opsiaíteros Transliteration B: opsiaiteros Transliteration C: opsiaiteros Beta Code: o)yiai/teros

English (LSJ)

ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.

Greek Monotonic

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.

Russian (Dvoretsky)

ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.