παρέμμεναι

Revision as of 01:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

Ep. inf. of πάρειμι (εἰμί

   A sum).

Greek (Liddell-Scott)

παρέμμεναι: Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ πάρειμι (εἰμί).

French (Bailly abrégé)

inf. prés. épq. de πάρειμι.

English (Autenrieth)

see πάρειμ Od. 9.1.

Greek Monotonic

παρέμμεναι: Επικ. αντί -εἶναι, απαρ. του πάρειμι (εἰμί, Λατ. sum).

Russian (Dvoretsky)

παρέμμεναι: эп. inf. к πάρειμι I.